- θρησκόληπτος
- η , ο [ος , ον ], θρησκόμανής, ης, ες фанатически религиозный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρησκόληπτος — η, ο αυτός που είναι αφοσιωμένος υπερβολικά και παράλογα στη θρησκεία, αυτός που κατέχεται από υπέρμετρο, ιδιότροπο, θρησκευτικό ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. εύ ληπτος, οινό ληπτος. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
θρησκόληπτος — η, ο αυτός που δείχνει υπερβολικό θρησκευτικό ζήλο: Θρησκόληπτη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρησκοληψία — η ο υπέρμετρος θρησκευτικός ζήλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκόληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Φιλοπ. Παρασκευαΐδη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
θρησκομανής — ές θρησκόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Ιβάν — Όνομα έξι Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. Α’ (περ. 1304 – 1341). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας (1328 40) και δούκας του Βλαδιμίρ (1331 40). Ήταν γνωστός επίσης και ως Καλιτά (σακούλι με λεφτά). Γιος του δούκα Δανίλου, διαδέχθηκε τον αδελφό του Γεώργιο. Με την… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
θρησκομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, θρησκόληπτος, υπερβολικά θρήσκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)